γοῦρος

γοῦρος
γοῦρος
Grammatical information: m.
Meaning: a cake (Sol. 38, 3).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with ἄγγουρος εἶδος πλακοῦντος, with prothetic vowel and prenasalization (cf. κύνωψ\/ ἀγχύνωψ (not from *ἀνα-!). Pre-Greek. Perhaps further to γῦρις, γυρίνη.
See also: Vgl.
Page in Frisk: 1,322

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γούρος — γοῡρος, ο (Α) είδος γλυκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη τού αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. τής λακωνικής ή τής βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα… …   Dictionary of Greek

  • γούρους — γοῦρος cake masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γούρων — γοῦρος cake masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγουρος — ο ἄγγουρος (Μ) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < *ἀνάγουρος, από το ουσ. γοῦρος (είδος γλυκίσματος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”